- Κλήβελαντ
- Βλ. λ. Κλίβελαντ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Οχάιο — I (Ohio). Ομόσπονδη Πολιτεία (106.765 τ. χλμ., 10847115 κάτ.) των ανατολικών ΗΠΑ. Βρέχεται προς τα Β από τη λίμνη Ήρι, που τη χωρίζει από τον Καναδά και συνορεύει με την Πενσυλβανία προς τα Α, τη δυτική Βιρτζίνια προς τα ΝΑ, το Κεντάκυ προς τα Ν … Dictionary of Greek
πεντηκοστιανοί — οι εκκλ. προτεσταντική αίρεση την οποία ίδρυσε το 1907 ο Αμβρόσιος Τόμπλισον στο Κλήβελαντ τής πολιτείας Οχάιο τών ΗΠΑ και τής οποίας οι οπαδοί ονομάστηκαν έτσι από την Πεντηκοστή, δηλ. την ημέρα κατά την οποία κατήλθε το Άγιο Πνεύμα στους… … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
Σμετονά, Αντανάς — (Smetona). Λιθουανός πολιτικός και συγγραφέας (Ταουγενάι, Ουκμαργκέ 1874 Κλήβελαντ, Οχάιο 1944). Βαθύς γνώστης της ιστορίας και των προβλημάτων της Λιθουανίας, ίδρυσε το περιοδικό Το πηδάλιο, πολιτικού και πολιτιστικού χαρακτήρα. Πρόεδρος της… … Dictionary of Greek